εύποτος

εύποτος
ος , ον уст. приятный на вкус, вкусный (о напитках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εύποτος" в других словарях:

  • εὔποτος — easy to drink masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύποτος — η, ο (ΑΜ εὔποτος, ον) αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα αρχ. 1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα 2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά ποτος, δύσ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐποτώτατα — εὔποτος easy to drink adverbial superl εὔποτος easy to drink neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποτον — εὔποτος easy to drink masc/fem acc sg εὔποτος easy to drink neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπότοις — εὔποτος easy to drink masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποτα — εὔποτος easy to drink neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποτοι — εὔποτος easy to drink masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OPOTON — Palaestinae oppid. Ptol. quod Chrysorrhoâ amne irrigatur. Opotane urbis memoria est in Concil. Chalcedonensi, Eupoton mavult legi Salmas. qui nomen hoc urbis apud multos Auctores se reperisse, ait. Sic vero dicta sit ab illis riguis amnis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DAMASCUS — I. DAMASCUS Syriae urbs antiquissima, ditissima et clatissima, olim Regum fedes, palmulorum fertilissima, et prunorum, quae inde Damascena vocantur. Lucan. l. 3. Et felix, sic fama, Ninos, ventosa, Damascus: Hanc veram Iovis urbem, totiusque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»